-
1 лыжный
лыжный: \лыжный спорт η χιονοδρομία, το σκι· \лыжныйая трасса ο χιονοδρόμος* \лыжныйые соревнования οι χιονοδρομικοί αγώνες* * *лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
лы́жныйая тра́сса — ο χιονοδρόμος
лы́жныйые соревнова́ния — οι χιονοδρομικοί αγώνες
См. также в других словарях:
χιονοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στο χιονοδρόμο: Εδώ γίνονται χιονοδρομικοί αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)